Ηφαίστειο Γουάιτ: Όταν ο γάτος Πέτρος ο Μέγας, ήταν ο μοναδικός επιζών

Ηφαίστειο Γουάιτ: Όταν ο γάτος Πέτρος ο Μέγας, ήταν ο μοναδικός επιζών

Ρεπορτάζ: Αλέξανδρος Αλεξιάδης

Η τελευταία έκρηξη του ηφαιστείου στο νησί Γουάιτ (White Island) της Νέας Ζηλανδίας, στις 9 Δεκεμβρίου 2019, ήταν η πλέον πολύνεκρη που σημειώθηκε στο νησί κατά τη σύγχρονη ιστορία, δεν ήταν ωστόσο η μοναδική.

Το νησί ανακαλύφθηκε την 1η Οκτωβρίου 1769 από τον Άγγλο θαλασσοπόρο και εξερευνητή Τζέιμς Κουκ ο οποίος το ονόμασε White Island, ενώ οι Μαορί ιθαγενείς το αποκαλούσαν Te Puia o Whakaari, δηλαδή «το εντυπωσιακό ηφαίστειο».

Λόγω του ηφαιστείου, το νησί ήταν πλούσιο σε κοιτάσματα θείου και θειικού οξέος, τα οποία ήταν εμπορικά αξιοποιήσιμα, καθώς χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή πυρίτιδας και λιπασμάτων. Τη  δεκαετία του 1870 άρχισαν οι πρώτες προσπάθειες για συστηματική εξόρυξη, ενώ ένα μικρό εργοτάξιο είχε στηθεί και λειτουργούσε πλήρως κατά το 1884.

Το 1874 το νησί αγοράστηκε από τον δικαστή John Alexander Wilson, ο οποίος συγκεντρώνοντας κεφάλαιο από αρκετούς επενδυτές, άρχισε να εκμεταλλεύεται τα κοιτάσματα του, ωστόσο μετά από λίγα χρόνια, πτώχευσε το 1886, εξοργίζοντας τόσο τους επενδυτές, όσο και πολίτες και εργαζόμενους, οι οποίοι έκαψαν το ομοίωμα του το1887 σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

Η πρώτη προειδοποιητική έκρηξη

Από τότε έγιναν και άλλες επιχειρηματικές προσπάθειες. Το 1912 το νησί αγοράστηκε από την εταιρεία White Island Sulphur Company Ltd, με έδρα στο Βανκούβερ, χρησιμοποιώντας περισσότερους από 30 εργαζόμενους και εξασφαλίζοντας τους ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Ωστόσο οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες καθώς το ηφαιστειογενές νησί, δεν είχε ούτε αποθέματα πόσιμου νερού, τα οποία έπρεπε να μεταφέρονται με καράβι από μεγάλες αποστάσεις.

Τον Ιούνιο του 1913, το ηφαίστειο «ξύπνησε» και έδωσε μια μικρή μόνο γεύση από το πόσο επικίνδυνο είναι.  Η έκρηξη που σημειώθηκε ανησύχησε μόνο τους εργάτες και ίσως από τύχη δεν είχε τραυματιστεί κανείς. Το ηφαίστειο όμως δεν σταμάτησε να «βρυχάται».

Η καταστροφή χτύπησε το Λευκό νησί.

Μεταξύ 17ης και 25ης  Σεπτεμβρίου του 1914 (έχει αναφερθεί και η 10η Σεπτεμβρίου), πιθανότατα λόγω μιας μεγάλης έκρηξης, σημειώθηκε μια τεράστια κατολίσθηση. Μεγάλο μέρος μιας πλαγιάς, της Νοτιοδυτικής πλευράς του κρατήρα, χιλιάδες κυβικά μέτρα χώματος και καυτής λάσπης, έθαψαν σε ελάχιστο χρόνο τον μικρό οικισμό στον οποίο εκείνη τη στιγμή ζούσαν δέκα (κατά άλλες εκδοχές 11) εργάτες.

Η θάλασσα έβγαζε για εβδομάδες μετά την καταστροφή τα συντρίμμια από το εργοστάσιο και τις οικίες των εργατών, ωστόσο δεν βρέθηκε ποτέ κανένα ίχνος των ανδρών.

Ο Πέτρος ο Μέγας, ο μόνος επιζών.

Μοναδικός επιζών της καταστροφής ήταν ο… «Πέτρος ο Μέγας», μια από τις πέντε γάτες που τάιζαν οι εργάτες στον οικισμό.

Ο γατούλης, βρέθηκε στη διάρκεια μιας αποστολής τρεις εβδομάδες μετά το δυστύχημα και ήταν πεινασμένος και σοκαρισμένος. Σύμφωνα με μια θεωρία, Ο Πέτρος ο Μέγας τη μοιραία νύχτα είχε βγει από τον οικισμό, κυνηγώντας ποντίκια ή κάποιο άλλο άγριο ζώο και έτσι σώθηκε από την κατολίσθηση.

Στη συνέχεια μεταφέρθηκε με ασφάλεια στην ηπειρωτική Νέα Ζηλανδία στην πόλη Opotiki (υπάρχει αναφορά και για την πόλη Whakatane). Εκεί λέγεται ότι έζησε για αρκετά χρόνια ακόμα και ότι έγινε ο πατέρας πολλών γατιών και δεν αποκλείεται, απόγονοι του να ζουν μέχρι και σήμερα…

Όσο για το νησί, η εξόρυξη θειαφιού σταμάτησε οριστικά τη δεκαετία του`30 και αφού είχαν απομακρυνθεί συνολικά 11.000 τόνοι.

Στη φωτογραφία παρακάτω ο γατούλης με τον άνθρωπο που τον διέσωσε.

 

Πηγή κεντρικής φωτό Bernard Sladden’s album, Ms 33c/1. c 1914. (http://tauranga.kete.net.nz/) – Πηγή δεύτερης φωτό εφημερίδα “Bay of Plenty Times”

Δείτε τις ειδήσεις από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο GRTimes.gr

Ακολουθήστε το GRTimes στο Google News και ενημερωθείτε πριν από όλους

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

go-to-top