Ολοκαύτωμα: Το κορίτσι με το πράσινο παλτό που επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη από την κόλαση του Μπέργκεν-Μπέλσεν

Ολοκαύτωμα: Το κορίτσι με το πράσινο παλτό που επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη από την κόλαση του Μπέργκεν-Μπέλσεν

Ρεπορτάζ: Θωμάς Καλέσης

Υπάρχει μία συγκλονιστική σκηνή στην περίπου τρίωρη θρυλική ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Η λίστα του Σίντλερ» κατά την οποία ένα κοριτσάκι με κόκκινο παλτό, διασχίζει τους δρόμους της Κρακοβίας και προσπαθεί να επιβιώσει αναζητώντας καταφύγιο από τους ναζί κατά το πογκρόμ εκκένωσης του εβραϊκού γκέτο με τον βίαιο εκτοπισμό του πληθυσμού στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τον Μάρτιο του 1943.

Η σκηνή αυτή είναι και η μοναδική έγχρωμη σε ολόκληρη την ασπρόμαυρη ταινία του μεγάλου σκηνοθέτη. Επρόκειτο για την Ρόμα Λιγκότσκα η οποία σε παιδική ηλικία βίωσε στο πετσί της τη ναζιστική θηριωδία, τα στρατόπεδα παραγωγής θανάτου, τους θαλάμους αερίου, τα κρεματόρια, τις διώξεις, τα βασανιστήρια και την εργασία μέχρι τελικής πτώσης που υπέφεραν 6.000.000 εβραίοι της Ευρώπης μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ιστορία που μοιάζει πάρα πολύ με αυτή που βίωσε επίσης ούσα στα πρώτα της παιδικά χρόνια, η Ρίνα Μπαρζιλάι Ρεβάχ, η οποία από τη Θεσσαλονίκη, βρέθηκε στο στρατόπεδο του Μπέργκεν Μπέλσεν. Ίσως η μόνη διαφορά με την Λιγκότσκα είναι ότι κατά την επιστροφή της Ρεβάχ στην πόλη που γεννήθηκε και ζει μέχρι σήμερα, το παλτό αντί για κόκκινο χρώμα, είχε πράσινο.

Σήμερα, ημέρα μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος και της απελευθέρωσης από το «εργοστάσιο θανάτου του Άουσβιτς» η Ρίνα Μπαρζιλάι Ρεβάχ, ανοίγει την καρδιά της στο GRTimes και θυμάται τις δύσκολες συνθήκες που βίωσε στην τρυφερή προσχολική ηλικία στην κουκέτα ενός τολ του γερμανικού στρατοπέδου. Διηγείται τα παιδικά «τραύματα» που παρέμειναν μέχρι την ενηλικίωση της, όπως οι μαύρες δερμάτινες μπότες, αλλά και τις σκηνές από την απελευθέρωση του «χαμένου» τρένου, από τους Ρώσους.

«Ήμουν 3-4 ετών όταν συνέβησαν όλα αυτά, αλλά υπάρχουν κάποιες ξεκάθαρες εικόνες που δεν πρόκειται να «σβήσουν» ποτέ από τη μνήμη μου» αναφέρει στο GRTimes. Μάλλον από ένα καπρίτσιο της τύχης ή της μοίρας ανάλογα σε τι πιστεύει ο καθένας, «η οικογένεια Μπαρζιλάι επιβιβάστηκε στο τελευταίο από τα 19 τρένα που αναχώρησαν από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό το Μπέργκεν – Μπέλσεν. Στρατόπεδο στο οποίο δεν υπήρχαν θάλαμοι αερίων, όμως οι κρατούμενοι πέθαιναν εξίσου μαζικά από τις κακουχίες και την εξαντλητική εργασία κάτω από άθλιες συνθήκες. Καιρικές και διαβίωσης. «Δεν έβαζαν νούμερο στο χέρι, όμως εγώ νιώθω “μαρκαρισμένη” στην καρδιά μου» τονίζει η ίδια.

«Θυμάμαι την ημέρα που επιβιβαστήκαμε σε αυτό το τρένο. Θυμάμαι όταν αεροπλάνα άνοιξαν πυρ εναντίον του με αποτέλεσμα να σταματήσει και να ανοίξουν οι πόρτες. Θυμάμαι τον πατέρα μου, να με βάζει κάτω από τη μασχάλη του και να με φυγαδεύει σε ένα μέρος ασφαλές. Χρόνια αργότερα, τον πατέρα μου τον φώναζα «Ταρζάν». Όταν δεν ήταν μαζί μου έπασχα από ακατάσχετες διάρροιες λόγω του φόβου μου, όταν ήταν, δε με ένοιαζε τίποτα. Ήξερα ότι θα με βάλει κάτω από τη μασχάλη του και θα με προστατέψει» περιγράφει η Ρίνα Μπαρζιλάι Ρεβάχ.

Στο Μπέργκεν – Μπέλσεν: Η φοβία με το περπάτημα και οι μαύρες δερμάτινες μπότες

Αμέσως μετά τον διαχωρισμό ανδρών – γυναικών, οι ζωές της οικογένειας Μπαρζιλάι για τα επόμενα δύο χρόνια έμελλε να χωριστούν. Η ίδια η Ρίνα μαζί με την μητέρα της και τη γιαγιά της, μεταφέρθηκαν σε ένα τολ, ενώ ο πατέρας στη δική του πτέρυγα έγινε υπεύθυνος σίτισης. Έμενε στο τελευταίο κρεβάτι, μιας τριώροφης κουκέτας. «Εκεί υπήρχε μόνο ένας φεγγίτης. Ήταν ένα σκοτεινό μέρος, με μια μικρή σομπίτσα, δεν είχε φως, δεν είχε τίποτα. Μόνο αυτόν τον φεγγίτη» θυμάται και προσθέτει «η μητέρα μου και η γιαγιά μου εργαζόταν στη διαλογή, οπότε εγώ έμενα ξαπλωμένη και καθηλωμένη στο κρεβάτι μου. Από το σοκ που είχα υποστεί δεν περπατούσα πια. Ήταν αδύνατο. Όλοι ανησυχούσαν ότι θα μείνω παράλυτη. Με πήραν και με πήγαν σε έναν γιατρό από τη Θεσσαλονίκη, Αλλαλούφ λεγόταν. Αυτός διέγνωσε το σοκ μου. «Φοβάται να σηκωθεί. Δεν έχει κανένα ερέθισμα για να το κάνει» είπε.

«Δε θα ξεχάσω ποτέ μάλιστα μία πράξη της μητέρας μου. Επειδή ήμουν συνέχεια άρρωστη, πήγε στο γιατρό. Ήθελε να βρίσκεται περισσότερο κοντά μου, να έχει την φροντίδα μου. Να νιώθει τον πόνο μου και να μπορεί να με περιθάλψει. Του ζήτησε λοιπόν, να βγάλει το νύχι από το δάχτυλό της. Χωρίς αναισθησία. Το έκανε για να είναι μαζί μου. Και έτσι έγινε. Το χέρι μολύνθηκε, η ίδια είχε 40 πυρετό, αλλά ήταν δίπλα μου. Και το νύχι δεν ξανάγινε ποτέ όπως ήταν πρώτα. Ακόμη και τώρα, λίγο πριν «φύγει» όταν της χάιδευα τα χέρια, ήξερα ότι αυτό το νύχι που δεν μοιάζει με όλα τα άλλα, είναι έτσι εξαιτίας μου».

Ένα από τα πράγματα που δεν θα ξεχάσει ποτέ η επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, είναι το περιστατικό με τα κάρα που μετέφεραν νεκρούς μέσα στο στρατόπεδο. «Δεν θα το ξεχάσω όσο ζω. Επρόκειτο για ένα κάρο στην είσοδο του στρατοπέδου των ανδρών εργατών. Δίπλα του στεκόταν δύο εργάτες, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να μπαίνουν στα τολ και στη συνέχεια να «πετούν» πάνω στο κάρο πτώματα ανθρώπων. Όταν πέταξαν τόσα που το κάρο γέμισε, ένας Γερμανός αξιωματικός που φορούσε μαύρες δερμάτινες μπότες, ανέβηκε πάνω και άρχισε να χοροπηδάει πάνω στα πτώματα προκειμένου να κάτσουν. Αυτές οι εικόνες είναι χαραγμένες μέσα μου. Στην ψυχή μου. Για αυτό και δεν μπόρεσα ποτέ να ανεχθώ και να φορέσω μαύρες δερμάτινες μπότες. Φόρεσα πολλά παπούτσια αλλά ποτέ αυτού του είδους. Κάθε φορά η θέα τους μου προκαλούσε φόβο, και έφερναν στη μνήμη μου αυτόν τον αξιωματικό».

Το τρένο που χάθηκε και απελευθερώθηκε από τους Ρώσους

Η Ρίνα Μπαρζιλάι Ρεβάχ έμεινε στο Μπέργκεν – Μπέλσεν για δύο χρόνια, που φάνηκαν αιώνες. «Εμάς ξέρετε, δεν μας άφησαν να φύγουμε, όπως έγινε στο Άουσβιτς. Μας φόρτωσαν σε ένα τρένο, δεν μας ελευθέρωσαν οι Άγγλοι. Στη διάρκεια της διαδρομής αυτό το τρένο αγκομαχούσε και τελικά κάποια στιγμή σταμάτησε. Οι πόρτες άνοιξαν δειλά – δειλά και από μακριά ακούσαμε χλιμιντρίσματα. Ήταν οι Ρώσοι. Ήμασταν το μοναδικό τρένο που απελευθερώθηκε από τους Ρώσους», θυμάται.

Και προσθέτει ότι «οι Ρώσοι ήταν αυτοί που μας πήγαν σε ένα κοντινό χωριό το Τρέμπιτς, σε ένα ισόγειο ενός διαμερίσματος, το οποίο διαχειριζόταν μια Γερμανίδα. Σε εκείνο το τριώροφο κτίσμα υπήρχαν κήποι που φύτρωναν φράουλες. Μια φορά βγήκα να μαζέψω. Καθώς μάζευα κάτι που δεν είχα ξαναδεί, εμφανίστηκε η Γερμανίδα, η οποία βάζοντας τα χέρια στη μέση μου φώναξε: “Δεν ντρέπεσαι να κλέβεις φράουλες;” Ήταν τότε που μάζεψα όλη μου την υπερηφάνεια και της απάντησα σε άπταιστα γερμανικά: “Αν εγώ κλέβω φράουλες, εσείς γιατί κλέβετε παιδιά από τους γονείς τους;» και σκέψου δεν ήμουν από τα παιδιά που άνοιγε το στόμα τους”.

Μιλώντας για την επιστροφή της στη Θεσσαλονίκη, οι μνήμες είναι διάσπαρτες αλλά ξεκάθαρες. «Φορούσα ένα πράσινο παλτό ενήλικα και μου είχαν κουρέψει το κεφάλι, λόγω του εξανθηματικού τύφου από τον οποίο υπέφερα. Θυμάμαι ότι γυρίσαμε οδικώς, αλλά επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη σαν φρικιό. Με ένα παλτό που εξείχαν τα μανίκια και κουρεμένη σχεδόν γουλί. Ντρεπόμουν για τον εαυτό μου και αυτή η εικόνα διατηρήθηκε μέχρι τα πρώτα σχολικά μου χρόνια. Επιστρέψαμε και το πρώτο μας σπίτι ήταν στην περιοχή 25ης Μαρτίου».

Δεν μας περίμενε κανείς με ανοιχτές αγκάλες

Αμέσως μετά την επιστροφή στη Θεσσαλονίκη και τα πρώτα χρόνια στο σχολείο, η Ρίνα Μπαρζιλάι είχε να αντιμετωπίσει και στοιχεία κοινωνικού ρατσισμού και αντισημιτισμού, από κατοίκους της πόλης. Ευτυχώς, η Σχολή “Αγλαΐα Σχοινά” στην οποία φοιτούσε, με καθηγητές επιπέδου Μανώλη Ανδρονίκου, στάθηκε στο πλευρό της. «Δεν θα ξεχάσω, είχα μια συμμαθήτρια με την οποία μια φορά είχαμε πιαστεί μαλλί με μαλλί. Αυτή έμενε στην οδό Κρήτης και επιστρέψαμε μαζί στο σπίτι. Όταν την είδε η μάνα της, αντί να βάλει κατσάδα και στις δυο, έβαλε τα χέρια στη μέση και ξεκίνησε ένα παραλήρημα του στυλ, «και γιατί γυρίσατε;» και «γιατί οι Γερμανοί δεν σας έκανα σαπούνι και λάμπες;».

Πάτησα μια τρεχάλα μέχρι το σπίτι, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Κάπου εκεί κατάλαβα ότι κανείς δεν μας περίμενε με ανοιχτές αγκάλες. Ήταν ευδιάκριτος από κάποιους αυτός ο αντισημιτισμός. Ακόμη και πρόσφατα σε γεύματα και δεξιώσεις, υπάρχουν άνθρωποι που μας έβλεπαν με το σύζυγο και μας έλεγαν «εσείς δεν μοιάζετε με Εβραίους», κάτι που το θεωρώ βαθιά ρατσιστικό» σημειώνει.

Υπήρξε όμως ποτέ έτοιμη η Ρίνα Μπαρζιλάι Ρεβάχ να συγχωρήσει τους ανθρώπους για όλα αυτά που χάραξαν βαθιά το σώμα και τη μνήμη της; «Δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να συγχωρήσω, όμως εκείνο που σίγουρα ξέρω, είναι ότι δεν θέλω να ξεχάσω» απαντά. «Ακόμη και σήμερα, αναρωτιέμαι ακόμη και αν οι Ναζί, διέθεταν κομπιούτερ, πόσο πιο οργανωμένα θα μπορούσαν να έχουν σχεδιάσει την εξολόθρευσή μας. Αυτά είναι που λέω στον εγγονό μου και αυτά προσπαθώ να μεταφέρω στους ανθρώπους όταν μου ζητούν να μιλήσω για το Ολοκαύτωμα».

Μόνο 60 παιδιά επιβίωσαν

Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν, από τα 365 Εβραιόπουλα της Θεσσαλονίκης που επιβίωσαν του Ολοκαυτώματος, περίπου 60 ήταν προσχολικής ηλικίας. Ωστόσο ο ακριβής αριθμός των παιδιών που μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα θανάτου, παραμένει άγνωστος διεθνώς διότι δε φόρεσαν ποτέ το κίτρινο αστέρι του Δαβίδ κατά την άφιξή τους. Και χωρίς το αστέρι στο μπράτσο, δεν καταγραφόταν σε κανένα αρχείο. Η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Εκτιμήσεις μόνο υπολογίζουν τον αριθμό τους σε 1,5 εκατομμύριο.

Αν λάβουμε επίσης υπόψη τα στοιχεία, περίπου 5.000 Εβραιόπουλα κάτω των 5 ετών που γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, έσβησαν στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς και των υπολοίπων στρατοπέδων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Δείτε τις ειδήσεις από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο GRTimes.gr

Ακολουθήστε το GRTimes στο Google News και ενημερωθείτε πριν από όλους

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

go-to-top