Χρειαζόμαστε ένα πανευρωπαϊκό δίκτυο από bad banks, για να ‘καθαρίσουν’ οι εμπορικές ευρωπαϊκές Τράπεζες τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΝPL’s), ένα πρόβλημα που θα το βρούμε μπροστά μας και μετά την πανδημία.
Την παραπάνω δήλωση έκανε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας, συμμετέχοντας στη διαδικτυακή ημερίδα που διοργανώνει το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας, στην οποία παρουσιάσθηκε και συζητείται η έκθεση του Centre for European Policy Studies, για τα λεγόμενα Μνημόνια και τα τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής στη χώρα μας, μεταξύ των ετών 2010-2018.
«Ήταν πολύ μεγάλο λάθος που δεν επιτράπηκε στην Ελλάδα, να δημιουργήσει μία bad bank, όπως έγινε για παράδειγμα στην Ιρλανδία. Θα είχαμε ταχύτατα «καθαρίσει» τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αντί να μας συνοδεύουν ως σήμερα», υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Όπως φάνηκε από την παρουσίαση των βασικών συμπερασμάτων της μελέτης, τα Προγράμματα που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα και τα οποία η χώρα και οι πολίτες «δεν τα έκαναν δικά τους», ήταν μεν αναγκαία, αλλά με υπερβολικά μεγάλες παρενέργειες στις επενδύσεις, την ανάπτυξη, την κοινωνία.
Όπως είπε η δ/ντρια του CEPS κα. Cinzia Alcidi, αυτά τα τρία προγράμματα, στήριξαν μεν την ελληνική οικονομία με ιστορικά πρωτοφανή υψηλά προγράμματα στήριξης, που έφθασαν συνολικά στα 289 δις. ευρώ, αλλά την πλήγωσαν με ένα αχρείαστα μεγάλο κόστος, ενώ δεν πέτυχαν λόγω λανθασμένων επιλογών, να κάνουν τις δραστικότερες παρεμβάσεις εκεί που έπρεπε, δηλαδή στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών έτσι ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της.
Η κα. Alcidi, κατέθεσε την άποψή της, ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα έπρεπε να είχε γίνει εξ’ αρχής, άποψη με την οποία δήλωσε ότι συμφωνεί και ο κ. Στουρνάρας, προσθέτοντας ότι ακόμη δεν κατάλαβε γιατί δεν έγινε η αναδιάρθρωση το 2014.
Όπως είπε ο διοικητής της ΤτΕ, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής στην περίοδο 2010-2018 , πέτυχαν, αλλά με πολύ μεγάλο κόστος, μεγαλύτερο απ’ ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που εφαρμόσθηκαν αντίστοιχα προγράμματα.
Ο κ. Στουρνάρας αναγνώρισε ότι πέρασαν στη διάρκεια των ετών των Μνημονίων πολύ σημαντικές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, 15 τον αριθμό, ενώ κωδικοποίησε τα προβλήματα που διόγκωσαν τις παρενέργειες των Μνημονίων. Και πιο συγκεκριμένα:
-Η συνεργασία των μελών της λεγόμενης Τρόϊκας, ήταν προβληματική, πολλοί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, από το ΔΝΤ και τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς.
-Δεν βοήθησε η συνεχής απειλή για τον αποκλεισμό της Ελλάδας από την ΟΝΕ και την Ευρωζώνη. Οδήγησε σε κλονισμό της εμπιστοσύνης των αγορών, κάτι που αποτυπώθηκε στις αποδόσεις των κρατικών τίτλων.
-Επιβλήθηκαν πολύ υψηλοί στόχοι, κυρίως με εμμονή του ΔΝΤ, με αποτέλεσμα να γίνει μεγάλη ζημιά στην ελληνική οικονομία που βυθίστηκε σε βαθιά ύφεση.
-Η μεγάλη μείωση μισθών, οδήγησε σε μεγάλη μείωση φορολογικών εσόδων.
-Τα δάνεια του 1ου Προγράμματος είχαν πολύ μεγάλα επιτόκια, έπρεπε από την αρχή να είχε γίνει η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
-Ήταν λάθος η χρονική ακολουθία των μεταρρυθμίσεων, που έγινε πρώτα στην αγορά εργασίας, αντί στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών.
Ο διοικητής της ΤτΕ, δήλωσε ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, οφειλόταν σε σημαντικό βαθμό επειδή υπήρξε ασυμμετρία στη δημοσιονομική πολιτική της Ένωσης, με τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου να προσπαθούν με μειώσουν τα ελλείμματά τους, όταν οι χώρες του Βορρά δεν «βοηθούσαν» την προσαρμογή, αυξάνοντας αυτές τα πλεονάσματά τους.
Καταλήγοντας ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να βελτιωθεί η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης. Η ΟΝΕ, εκτός από Νομισματική Ένωση, θα πρέπει επιτέλους να γίνει και Οικονομική.
Επί της Έκθεσης και κυρίως των γκρίζων σημείων των Μνημονίων, τοποθετήθηκαν και οι πρώην υπουργοί Οικονομικών κατά την κρίσιμη περίοδο, οι κύριοι Ευάγγελος Βενιζέλος και Ευκλείδης Τσακαλώτος, σημειωνόντας την πολιτική διάσταση του ελληνικού προβλήματος που δεν ήταν καθαρώς οικονομικό, ενώ στον κυβερνητικό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας, αναφέρθηκε η σημερινός υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας
Την έκθεση CEPS, παρουσίασαν οι οικονομολόγοι του Κέντρου, Cyrille Leonel και Corrado Macchionelli