To ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο και η μεταρρύθμιση του, εάν γίνει, θα είναι η μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων για τη χώρα μας.
Αν δε μειωθεί η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα, που είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη, κοντά στο 16,5% του ΑΕΠ έναντι του 2,5% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη, τότε μετά το 2032, όταν θα λήξει η μεταμνημονιακή περίοδος χάριτος, με μαθηματική ακρίβεια θα ξαναβιώσουμε την κατάρρευση των συντάξεων της μνημονιακής περιόδου 2008-2018 και νέες δημοσιονομικές περιπέτειες.
Τα παραπάνω ήταν μόνο κάποια από τα σημεία στα οποία επέμειναν οι καθηγητές Μιλτιάδης Νεκτάριος, Πλάτων Τήνιος και Μάνος Ματσαγγάνης, στη δημόσια διαδικτυακή συζήτηση για το Ασφαλιστικό Σύστημα της Ελλάδας που διοργάνωσε η διαΝΕΟσις.
Η συζήτηση άνοιξε με δύο τοποθετήσεις πολιτικών, του υφυπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης Παναγιώτη Τσακλόγλου και της πρώην υπουργού Εργασίας και Βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Έφης Αχτσιόγλου. Από αυτές τις δύο τοποθετήσεις, ένα πράγμα έγινε σαφές, ότι πολύ δύσκολα θα υπάρξει πολιτική συναίνεση στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, που αποτελεί τεράστιο βάρος για τον κρατικό προϋπολογισμό και απορροφά επίσης πολύ μεγάλους πόρους που θα μπορούσαν να διατεθούν σε άλλους τομείς της κοινωνικής ασφάλισης και υπηρεσιών.
Να σημειωθεί ότι τα ποσοστά αναπλήρωσης του μισθού, στους Έλληνες συνταξιούχους, είναι, ακόμη και με τις μειώσεις της εποχής των μνημονίων, πολύ υψηλά, κοντά στο 65%.
Ο κ. Τσακλόγλου τόνισε ότι η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να μεταρρυθμίσει τις επικουρικές συντάξεις, ώστε από το διανεμητικό σύστημα ναπεράσουν σε ένα κεφαλαιοποιητικό αλλά δημόσιο. Στο σύστημα αυτό- για το οποίοι τώρα εκπονούνται μελέτες αναλογιστική, μακροοικονομική και βιωσιμότητας- θα ενταχθούν οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας και οι κάτω των 35 ετών, με τον υπουργό να υποστηρίζει ότι οι αποδόσεις που θα έχει το «νέο επικουρικό» θα εξασφαλίζουν ως και υψηλότερες συντάξεις.
Επίσης ο υπουργός υπογράμμισε ότι η μεταρρύθμιση αυτή δεν θα αγγίξει τους παλιούς συνταξιούχους και τις επικουρικές τους συντάξεις.
Ο «κουμπαράς» που θα δημιουργηθεί από τις καταβολές των νέων ασφαλισμένων, θα αρχίσει να δίνει επικουρικές από το 2050 και, αυτό σημαίνει βεβαίως, όπως είπε και ο υπουργός, ότι ως τότε θα υπάρξει ένα σημαντικό κόστος μετάβασης το οποίο και μελετάει το αρμόδιο υπουργείο.
Αχτσιόγλου: Κατά της μεταρρύθμισης
Για τη βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργό, η μετάβαση σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα όχι μόνο κρύβει κινδύνους, από την έκθεση των ασφαλισμένων στις αγορές ( μέσω των επενδύσεων που θα κάνει το Επικουρικό Ταμείο), αλλά και δεν είναι αναγκαία.
Η κα. Αχτσιόγλου υποστήριξε επίσης ότι το κόστος μετάβασης από το ένα σύστημα στο άλλο, θα είναι της τάξης των 55 δις., τεράστιο ποσό, που δεν μπορεί να το σηκώσει η χώρα και σα συνέπεια θα προκληθούν σοβαρές δημοσιονομικές αναταραχές. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, είπε, είναι ένα σύστημα που το δοκίμασαν 30 χώρες και οι 18 από αυτές επέστρεψαν στο δημόσιο διανεμητικό.
Το πολιτικό κόστος και η εκλογική πελατεία
Ο καθ. Μιλτιάδης Νεκτάριος είπε ότι μετά και παρά τα μνημόνια και, λόγω και της πρόσφατης πανδημικής κρίσης, η Ελλάδα έχει «το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος, το μεγαλύτερο ιδιωτικό χρέος, ενώ το μεγαλύτερο αφανές χρέος είναι στο σύστημα συντάξεων της χώρας».
Η Ελλάδα μπορεί και δανείζεται από τις αγορές γιατί βρίσκεται σε περίοδο χάριτος. Αν δε λάβει μέτρα ουσιαστικής μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος, μετά το 2032 θα βρεθεί μπροστά σε νέα δημοσιονομική κρίση. Αντίθετα, αν ακολουθήσει τις προτάσεις που έχει καταθέσει μαζί με τον καθ. Τήνιο, το 2045 η επιβάρυνση του κράτους θα είναι μηδενική. Εάν γίνει μία σε βάρος και ουσιαστική μεταρρύθμιση, οι αγορές θα τη «διαβάσουν» και η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας θα βελτιωθεί θεαματικά.
Ένα βήμα μπρος, δύο πίσω
Ο κ. Νεκτάριος, όπως και ο κ. Ματσαγγάνης, αναγνώρισαν τη σημαντική θεσμική συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ με την ενοποίηση των Ασφαλιστικών Ταμείων κάτω από τον ΕΦΚΑ, αλλά τόνισαν ότι αυτή δεν έχει γίνει και λειτουργική με αποτέλεσμα σήμερα να εκκρεμούν 400.000 φάκελοι μελλοντικών συνταξιούχων, όπως είπε ο κ. Νεκτάριος προσθέτοντας επίσης ότι ήταν λάθος που δεν εφαρμόσθηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ τα νομοθετήματα για τη μείωση του αφορολογήτου και της προσωπικής διαφοράς.
Ο κ. Ματσαγγάνης επέμεινε πως όσα χαριστικά έγιναν την τελευταία τριετία, προς διάφορες επαγγελματικές ομάδες, τόσο από τις κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της Νέας Δημοκρατίας, θα πρέπει να ακυρωθούν.
Επίσης είπε ότι κατ’ αρχήν είναι υπέρ του κεφαλαιοποιητικού συστήματος που προσπαθεί να εισάγει ο Υπουργός για τις επικουρικές, αλλά πως τον φοβίζει αφ’ ενός το υψηλό κόστος μετάβασης ως το 2050 και, κυρίως ο πολιτικός κίνδυνος σε μία χώρα που δεν έχει την κουλτούρα των συναινέσεων. «Ποιος μας λέει, ότι μια επόμενη κυβέρνηση δε θα βάλει χέρι στον κουμπαρά, δε θα μειώσει τις εισφορές;» διερωτήθηκε φωναχτά.
Τέλος ο καθ. Πλάτων Τήνιος που ήταν πριν 24 χρόνια μέλος της Επιτροπής Σπράου για το Ασφαλιστικό, είπε πως το μόνο σημείο στο οποίο φαίνεται να υπάρχει συναίνεση, είναι η αναγνώριση του δημογραφικού προβλήματος. Αλλά πλέον «δεν έχουμε μόνο γήρανση του πληθυσμού, έχουμε και γήρανση του προβλήματος» και πολύ περισσότερες δυσκολίες στην αντιμετώπισή του.
Ο καθηγητής υποστήριξε ότι θα πρέπει να γίνει αξιοποίηση του αποθέματος εργασίας που υπάρχει στη χώρα για να υπάρξει αύξηση των εισφορών και, συγκεκριμένα, να αξιοποιηθεί το γυναικείο δυναμικό, όπως και οι νυν συνταξιούχοι της γενιάς του Πολυτεχνείου μέσω διαφόρων μορφών απασχόλησης, επιχειρηματικής ή άλλης, ενώ θα πρέπει να εξετασθεί και ένα επιλεκτικό άνοιγμα της ελληνικής κοινωνίας σε μετανάστες.