Επισημαίνοντας ότι η κυβέρνηση μπορεί δικαιολογημένα να υπερηφανεύεται ότι είναι συνεπής στις εξαγγελίες της, ότι οι πολίτες μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς ως προς τις γεωπολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα αλλά και ότι η χώρα είναι δέσμια ενός εκλογικού νόμου με πάρα πολλά μειονεκτήματα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παραχώρησε συνέντευξη στα ΜΜΕ της Δυτικής Ελλάδας και ολοκλήρωσε την επίσκεψή του στην Αχαΐα.
Οι επισημάνσεις και τα μηνύματα που πέρασε μέσα από τις παρεμβάσεις του στην επίσκεψή του αυτή είχαν ξεκάθαρα προεκλογικό παρονομαστή και άφησαν περιθώρια για προεκτάσεις, εκτιμήσεις και αναλύσεις.
Απαντώντας σε ερώτηση για τις εκλογές, ο πρωθυπουργός αναφερόμενος στον εκλογικό νόμο επεσήμανε ότι δημιουργεί προβλήματα κυβερνησιμότητας και ναρκοθετεί την πολιτική σταθερότητα. Είπε ωστόσο: «Από την άλλη, όμως, εγώ στο δικό μου το μυαλό, όπως σάς είπα, δεν βλέπω δύο εκλογές. Και δεν σκέφτομαι τη δεύτερη εκλογή αυτή τη στιγμή. Καθόλου. Εγώ σκέφτομαι τις εθνικές εκλογές. Όποτε γίνουν. Στο τέλος της τετραετίας, μην με ρωτήσετε για την ημερομηνία, γιατί ούτε εγώ ο ίδιος δεν έχω ακόμα αποφασίσει ακριβώς ποια θα είναι».
Πρόσθεσε πως το τι θα γίνει μετά τις ενδεχόμενες δεύτερες εκλογές είναι πολύ νωρίς ακόμα να το συζητήσουμε «Αν και δεν έχω κρύψει ότι ο στόχος της Νέας Δημοκρατίας, και για αυτόν θα εργαστούμε, είναι να υπάρχει αυτοδυναμία μετά τις δεύτερες εκλογές. Θεωρώ ότι είναι ένας στόχος ο οποίος είναι εφικτός. Και θα επαναλάβω ότι δεν είναι ένας στόχος ο οποίος υποκρύπτει καμία αλαζονεία. Διότι έχουμε αποδείξει ότι μπορεί μεν να είμαστε αυτοδύναμοι, αλλά κυβερνούμε με τους καλύτερους. Και έχουμε καταφέρει και έχουμε εντάξει στη Νέα Δημοκρατία στελέχη που δεν ανήκαν παραδοσιακά στην Κεντροδεξιά παράταξη και τα οποία πιστεύω ότι έχουν δώσει στη Νέα Δημοκρατία σημαντική προστιθέμενη αξία».
Για το κλίμα τοξικότητας που καλλιεργείται σχολίασε: «Η ευχή μου να μπορέσουμε να κάνουμε μια ουσιαστική αντιπαράθεση, και αυτή εξακολουθεί να ισχύει. Δεν έχω όμως αυταπάτες. Και δεν έχω αυταπάτες διότι, κυρίως η αξιωματική αντιπολίτευση, δεν έχει καταθέσει καμία ουσιαστική πρόταση στον δημόσιο διάλογο που να μπορεί να αποτελεί ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης.
Για όλα, η συνταγή είναι: περισσότερα λεφτά, περισσότερες προσλήψεις. Τελείως ξεπερασμένη, δηλαδή μία αντίληψη η οποία είναι τόσο επιδερμική και τόσο απλοϊκή που δεν νομίζω ότι την πιστεύει και κανείς από ένα σημείο και πέρα. Και όταν φυσικά δεν μπορείς να μιλήσεις πολιτικά για τα προβλήματα των πολιτών, καταφεύγεις στην τοξικότητα, στα υποτιθέμενα σκάνδαλα, έτσι σε μία “κίτρινη” πολιτική αντιπαράθεση. Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό ξέρει να το κάνει πολύ καλά. Το έχει αποδείξει εξάλλου. Αν οι πολίτες ενδιαφέρονται για αυτή την αντιπαράθεση, έχω σοβαρές αμφιβολίες.
Οι πολίτες ενδιαφέρονται για τα προβλήματά τους και βλέπουν από τη μία, μια κυβέρνηση που προσπαθεί με ειλικρίνεια, λύνει προβλήματα, αναγνωρίζει λάθη, κάνει προσαρμογές στην πολιτική της. Και από την άλλη μια αντιπολίτευση που τι ακριβώς μας λέει; Εκτός του ότι “έχουμε τη χειρότερη κυβέρνηση όλων των εποχών”, ότι “η Ελλάδα περίπου δεν είναι δημοκρατία” και διάφορα άλλα σχόλια τα οποία νομίζω ότι είναι ανάξια ουσιαστικού σχολιασμού.
Όμως, τα διλήμματα παραμένουν τα ίδια και είναι πολύ συγκεκριμένα. Οι πολίτες στις εκλογές ψηφίζουν κυβέρνηση και πρωθυπουργό και θα συγκρίνουν τα 4 χρόνια του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ με τα 4 χρόνια της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό εμένα. Και θα δουν ποιος μπορεί πραγματικά σήμερα να εξασφαλίσει ότι η χώρα θα πορευτεί σταθερά σε αυτό το δύσκολο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Ποιος μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της Τουρκίας καλύτερα. Δεν θα αλλάξει η Τουρκία από τη μια στιγμή στην άλλη. Εκεί θα είναι. Προβλήματα θα μάς δημιουργεί.
Ποιος μπορεί να αναβαθμίσει το κύρος της χώρας; Ποιος μπορεί να φέρει επενδύσεις; Ποιος μπορεί να αντιμετωπίσει την ακρίβεια; Ποιος μπορεί να προχωρήσει την ψηφιοποίηση του κράτους και ποιος δεν μπορεί. Και θα βγάλουν τα συμπεράσματά τους, θα προσέλθουν στη κάλπη και όλοι εμείς με σεβασμό θα υποκλιθούμε στη λαϊκή βούληση».
Αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο πρωθυπουργός υπογράμμισε πως από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας ξεκαθάρισε τη στρατηγική μας απέναντι στην Τουρκία. «Θέλουμε έναν ειλικρινή διάλογο με την Τουρκία, με την οποία είμαστε καταδικασμένοι από τη γεωγραφία να είμαστε γείτονες, αλλά θέλουμε διάλογο για το ένα και ουσιαστικό ζήτημα, το οποίο αποτελεί την αιτία των βασικών μας διαφορών εδώ και πολλές δεκαετίες, που είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Και σε καμία περίπτωση δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε διάλογο με το παράλογο. Δεν πρόκειται να συζητήσει ποτέ κανείς Έλληνας πρωθυπουργός ζητήματα κυριαρχίας των ελληνικών νησιών. Ούτε πρόκειται προφανώς να πάρουμε την άδεια κανενός για το εξοπλιστικό πρόγραμμα το οποίο ακολουθεί η χώρα, το οποίο θωρακίζει την πατρίδα μας αλλά δεν είναι ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα εις βάρος κάποιου άλλου. Είναι υποχρέωσή μας να ενισχύσουμε την εθνική μας άμυνα και να βελτιώσουμε στο μέγιστο δυνατό την αποτρεπτική δυνατότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Η Ελλάδα δεν είναι μία αναθεωρητική δύναμη. Είναι μία δύναμη σταθερότητας και ειρήνης και συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το αν θα αλλάξει ο κ. Ερντογάν δεν είμαι εγώ αυτός ο οποίος θα το κρίνει».
Όσον αφορά τα έργα υποδομών και την ανάπτυξη, ο κεντρικός άξονας της μακράς, αναλυτικής αναφοράς του πρωθυπουργού ήταν ότι «θα υλοποιηθούν τα έργα και θα τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα».