Υψηλή διακινδύνευση σε ενδεχόμενο ισχυρό σεισμό, για το 60-65% των κτιρίων στην Ελλάδα

Υψηλή διακινδύνευση σε ενδεχόμενο ισχυρό σεισμό, για το 60-65% των κτιρίων στην Ελλάδα

Ρεπορτάζ: Αλέξανδρος Αλεξιάδης

Περίπου το 60-65% των κτιρίων στην Ελλάδα, τα οποία χτίστηκαν με αντισεισμικούς κανονισμούς προ του 1984, έχει μεγαλύτερη τρωτότητα και βρίσκεται σε υψηλότερη διακινδύνευση, σε περίπτωση ισχυρού σεισμού με μεγάλη διάρκεια και επιτάχυνση, επισημαίνει στο GRTimes, o Δρ Πολιτικός Μηχανικός και Κύριος Ερευνητής του ΙΤΣΑΚ, Θωμάς Σαλονικιός.

Αντικείμενο προβληματισμού πρέπει να αποτελέσει το δομικό απόθεμα της χώρας μας, τα παλιά κτίρια που αποτελούν περίπου το 60-65% των συνολικών κτιρίων, τα οποία κατασκευάστηκαν χωρίς αντισεισμικούς κανονισμούς ή με κανονισμούς που δεν είχαν κάποιες αυστηρές διατάξεις, σε θέματα:

  • Ποιότητας μπετόν
  • Τοποθέτησης τοιχωμάτων
  • Ποσότητας σιδήρου
  • Ποσότητας συνδετήρων (σίδερα που δίνουν αυξημένη αντοχή), κ.α.

Αυτό τονίζει μιλώντας στο GRTimes, ο κύριος ερευνητής του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ) και Δρ Πολιτικός Μηχανικός, Θωμάς Σαλονικιός, εκτιμώντας πως το πρόβλημα θα προκύψει εντονότερα στην περίπτωση ενός ισχυρού σεισμού με μεγάλη διάρκεια και μεγάλη επιτάχυνση.

Διασαφηνίζει πως τα κτήρια αυτά, έχουν κάποια αποθέματα αντοχής, παρότι έχουν μελετηθεί με συντελεστές σεισμικής επιβάρυνσης, σημαντικά χαμηλότερους (τουλάχιστον 50% μικρότερους) από αυτούς που εφαρμόζονται σήμερα, τονίζοντας πως σε περίπτωση σεισμού δεν σημαίνει ότι όλα θα έχουν πρόβλημα, αλλά σίγουρα όπως είπε, έχουν μεγαλύτερη τρωτότητα.

«Στα παλιά και τα καινούρια κτίρια, το hazard, δηλαδή ο κίνδυνος, είναι ο ίδιος. Έχουν ίδια πιθανότητα να χτυπηθούν εάν συμβεί ένας σεισμός, αλλά τα παλιά έχουν μεγαλύτερη τρωτότητα» επισημαίνει.

Σύμφωνα με τον κ. Σαλονικιό, «τα παλιά κτίρια τα οποία είναι το 60-65% των κτιρίων που υπάρχουν στις πόλεις, στη χώρα μας, έχουν υψηλή διακινδύνευση, η οποία είναι το αποτέλεσμα της συνέλιξης του hazard, του κινδύνου που είναι ίδιος για όλα τα κτίρια με την τρωτότητα που για τα παλιά κτίρια είναι υψηλότερη. Άρα προκύπτει και υψηλότερη σεισμική διακινδύνευση» λέει χαρακτηριστικά.

Κομβικό σημείο σύμφωνα με τον ερευνητή, αποτελούν οι αντισεισμικοί κανονισμοί με τους οποίους χτίστηκαν, καθώς μετά τον σεισμό της Θεσσαλονίκης το 1978 και τον σεισμό στις Αλκυονίδες νήσους το 1981, η πολιτεία θέσπισε από το 1984 αυστηρότερες και πληρέστερες διατάξεις για τον καλύτερο αντισεισμικό σχεδιασμό των κτιρίων.

Στις διατάξεις αυτές μάλιστα, όπως γινόταν και σε προγενέστερους κανονισμούς αλλά και στον ισχύοντα, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων, συντελεστές σεισμικής επιτάχυνσης που είναι διαφορετικοί για κάθε περιοχή, , ανάλογα με τη σεισμικότητα και οι οποίοι επηρεάζουν τον τρόπο κατασκευής, αλλά και συντελεστές σπουδαιότητας για κτίρια καίριας σημασίας που πρέπει να είναι σαφώς πιο ανθεκτικά σε περίπτωση σεισμού, όπως πχ οι πυροσβεστικοί σταθμοί.

Αστοχίες και στα δίκτυα υποδομών

Πέρα από τα κτίρια όμως, θέμα υπάρχει και με τα δίκτυα υποδομών, τις «γραμμές ζωής» (life lines) όπως λέγονται. Σύμφωνα με τον κ. Σαλονικιό, ο οποίος έχει επισκεφτεί σεισμόπληκτες περιοχές της χώρας πάρα πολλές φορές μετά το 2000, διαπιστώθηκαν σε πολλές περιπτώσεις αστοχίες των δικτύων.

Επιρρεπή σε αστοχίες είναι τα δίκτυα ηλεκτρισμού, τα δίκτυα ύδρευσης – αποχέτευσης, το οδικό δίκτυο αλλά και γέφυρες που ενδέχεται να σημειώσουν βλάβη καθώς είναι κατασκευές με μεγάλη καταπόνηση, ενώ βλάβες διαπιστώνονται και σε κρηπιδότοιχους λιμανιών, όπου μετακινείται το μέτωπο που είναι στη θάλασσα (έχει συμβεί στην Κεφαλονιά κατά κόρον).

«Βέβαια, το καλό είναι σε κάθε περίπτωση, πως όταν υπήρχε σεισμός και χρειάστηκε, οι αρμόδιες υπηρεσίες και ύδρευσης και ηλεκτροδότησης, λειτούργησαν και λειτουργούν αστραπιαία και οι βλάβες αποκαθίστανται άμεσα σε μια δύο μέρες, αντίθετα με τα κτίρια που η αποκατάσταση διαρκεί πολύ μεγαλύτερο διάστημα» αναφέρει.

Σχετικά με την τρωτότητα των υποδομών, ο ερευνητής του ΙΤΣΑΚ δηλώνει ότι είναι απαραίτητο να γίνονται κάποιοι τεχνικοί έλεγχοι, όπως πχ αυτούς που κάνει το Ινστιτούτο στη γέφυρα της Χαλκίδας στην οποία έχει εγκατασταθεί σύστημα ενοργάνωσης με αισθητήρες – επιταχυνσιόμετρα, ωστόσο όπως τονίζει, η εύρεση κονδυλίων για αυτούς πολλές φορές είναι δύσκολη.

“Η γέφυρα έχει συμπληρώσει περίπου 30 χρόνια ζωής και είναι η ώρα να γίνουν κάποιοι έλεγχοι. Το θέμα είναι ότι έλεγχοι όπως αυτοί, πολλές φορές δεν μπορουν να γίνουν λόγω έλλειψης κονδυλίων” ανέφερε.

Κατά τον ίδιο, αν πρέπει να διατεθούν κάποια χρήματα για να γίνουν έλεγχοι στα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης και ηλεκτρισμού, ενδεχομένως να είναι πιο συμφέρον – και οικονομικά και ουσιαστικά – να περιμένουμε να αναδειχθεί το πρόβλημα και τότε να υπάρχουν τα κατάλληλα κονδύλια για την επισκευή, που μπορεί να γίνει από λίγες ώρες, μέχρι μέσα σε ελάχιστα 24ωρα, όπως έχει αποδειχθεί σε αντίστοιχες περιπτώσεις.

Σε πρόγραμμα του ΙΤΣΑΚ σημαντικά μνημεία της Θεσσαλονίκης

Ο κ. Σαλονικιός δηλώνει πως το ΙΤΣΑΚ «τρέχει» ένα αυτοχρηματοδοτούμενο έργο, στο πλαίσιο του οποίου σημαντικά μνημεία της Θεσσαλονίκης έχουν ενοργανωθεί με ειδικά όργανα και έχουν γίνει μετρήσεις προκειμένου να ληφθεί το ιδιομορφικό τους αποτύπωμα.
«Είναι τα χαρακτηριστικά ιδιοταλάντωσης του κτιρίου. Αν γίνει σεισμός και πάθουν βλάβες, αυτά θα αλλάξουν, οπότε ξαναμετράμε και μπορούμε να προσδιορίσουμε και ποιοτικά και ποσοτικά πλέον, τον βαθμό βλάβης. Αυτό είναι πιλοτικό και έχει εφαρμοστεί στην Αχειροποίητο, στη Ροτόντα, στα Λουτρά Παράδεισος, σε κάποια άλλα οθωμανικά λουτρά κ.α» εξηγεί.

Αναφορικά με τις ζημιές που μπορεί να προκύψουν από έναν ενδεχόμενο σεισμό, ο κ. Σαλονικιός επισημαίνει πως όλες οι κατασκευές έχουν μηχανισμούς να απορροφήσουν και να αποσβέσουν  την εισερχόμενη σεισμική διέγερση, την ενέργεια δηλαδή που μεταφέρεται στο κτίριο το οποίο ταλαντώνεται από το έδαφος. «Αποσβένεται είτε μέσω μικρο-ρηγματώσεων, είτε μέσω πλαστικής παραμόρφωσης των υλικών κτλ, είτε μέσω τριβών στα στηρίγματα που αναπτύσσονται στα υλικά δόμησης, αν είναι από τοιχοποιία. Άρα λοιπόν, τα κτίρια ανθίστανται στη σεισμική διέγερση, μέσω της παραμόρφωσης αλλά και μέσω της ανελαστικής απόκρισης των φερόντων στοιχείων του χάλυβα, που από την ελαστική περνάει στην πλαστική περιοχή των ιδιοτήτων του» διευκρινίζει, προσθέτοντας πως για αυτόν τον λόγο μετά από κάθε σεισμό γίνεται σωστός και σοβαρός έλεγχος σε βάθος, για να βλέπουμε σε τι κατάσταση είναι τα υλικά και η κατασκευή.

Λέει ακόμη ότι σύγχρονα κτίρια τα οποία μελετώνται τώρα, μελετώνται με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργηθούν ρηγματώσεις και παραμορφώσεις στις οποίες θα αποσβεστεί η εισερχόμενη σεισμική ενέργεια.

Οι ρηγματώσεις αυτές πρέπει να είναι περιορισμένες και να έχουν χαρακτηριστικά τα οποία να μην υποδηλώνουν ότι έχει απομειωθεί η αντοχή του κτιρίου, κάτι που ελέγχουν οι μηχανικοί που κάνουν τις αυτοψίες.

Δείτε τις ειδήσεις από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο GRTimes.gr

Ακολουθήστε το GRTimes στο Google News και ενημερωθείτε πριν από όλους

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

go-to-top